περιστίλβω

περιστίλβω
ΜΑ [στίλβω]
εκπέμπω λάμψη ολόγυρα, ακτινοβολώ, λαμποκοπώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιστιλβώ — όω, Μ στιλβώνω ολόγυρα, από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στιλβῶ «κάνω κάτι στιλπνό, γυαλίζω»] …   Dictionary of Greek

  • περίστιλψις — ίψεως, ἡ, Μ [περιστίλβω] η ακτινοβολία ολόγυρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”